- χιλιάρα
- χιλιάρικη η бутыль (вмещающая 2,5 οκά или 1000 драми)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιλιάρα — η φιάλη που χωράει χίλια δράμια: Ήπιαν μια χιλιάρα κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιλιάρα — η, Ν 1. (παλαιότερα) φιάλη που χωρούσε χίλια δράμια 2. μοτοσυκλέτα χιλίων κυβικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + κατάλ. άρα (πρβλ. δεκ άρα, πεντ άρα)] … Dictionary of Greek
χιλιάρικος — η, ο, Ν 1. αυτός που αποτελείται από χίλιες μονάδες 2. το θηλ. ως ουσ. η χιλιάρικη (για φιάλη) χιλιάρα 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. χιλιάρικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίλιοι + κατάλ. άρικος (πρβλ. πεντ άρ ικος)] … Dictionary of Greek